Διάλεκτος: Ποντιακά - Λέξη: σασουρντίζω

σασουρντίζω

Διάλεκτος: Ποντιακά / Ευρύτερη περιοχή: Πόντος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

ζαλίζομαι, τα χάνω