Διάλεκτος: Χαλκιδικιώτικα - Λέξη: τσιγαρίδες

τσιγαρίδες

Διάλεκτος: Χαλκιδικιώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Μακεδονία / Τόπος που μιλείται: Χαλκιδική (κυρίως ορεινή)

Επεξήγηση

τηγανισμένο λίπος γουρουνιού κομμένου σε λωρίδες που χρησιμοποιούνταν στη μαγειρική

Σχόλια

Τσιγαρίδες (στο Νεοχώρι) είναι ό τι μένει από το χοιρινό λαρδί μετά το λειώσιμό του για να βγει το λίπος (η λίγδα). Τις τσιγαρίδες τις πρόσθεταν σε πίτες, και σε όσπρια για να τα νοστιμίσουν αλλά και να φαγωθούν παρά τη "σκληράδα "τους.