Διάλεκτος: Επανομίτικα - Λέξη: ματσιάζω

ματσιάζω

Διάλεκτος: Επανομίτικα / Ευρύτερη περιοχή: Μακεδονία / Τόπος που μιλείται: Επανωμή - Νομός Θεσσαλονίκης

Μετάφραση

μαλώνω, πιάνομαι στα χέρια

Επεξήγηση

π.χ. ματσάζνται σα τς γάτες