Διάλεκτος: Πετρωτιώτικα ή Καραμπαϊώτικα - Λέξη: παλαμαρ(ι)ά

παλαμαρ(ι)ά

Διάλεκτος: Πετρωτιώτικα ή Καραμπαϊώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Θράκη / Τόπος που μιλείται: Πετρωτά Ν. Εβρου

Επεξήγηση

ξύλινο εργαλείο, σαν προστατευτικό γάντι, που εφαρμοζόταν στα τρια τελευταία δάχτυλα της παλάμης ώστε να παγιδεύονται τα στάχυα στο θερισμό μεταξύ του και μεταξύ του δείκτη και του αντίχειρα και στη συνέχεια να κόβονται με το δρεπάνι. Ενισχυτικά προστάτευε το χέρι από το δρεπάνι.