Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:
κοκκινιστό
φαγητό κοκκινιστό κατσαρόλας
Κᾰσιανίζω σημαίνει καβουρντίζω, οχι κοκκινιζω