Διάλεκτος: Κυπριακά - Λέξη: κουνουσhτίζω

κουνουσhτίζω

Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

κουβεντιάζω

Επεξήγηση

΄Οταν κάποιος έχει αράξει και κουβεντιάζει (συζητά ήρεμα να περνάει η ώρα)