Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: κατέω

κατέω

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

γνωρίζω, ξέρω

Επεξήγηση

Αρχ. κατέχω με σίγηση του χ