Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: καθιά

καθιά

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

θέση, κάθισμα

Επεξήγηση

Το μέρος που κάθεται κανείς

Σχόλια

Η λ. καθιά έχει επιρρηματική έννοια και σημαίνει κάθε φορά που καθίζω, π.χ. -Αυτός θέλει να φάει ένα οζό στην καθιά. (οζό = ζώο)