Διάλεκτος: Καραμανλίδικα - Λέξη: γυπνώνω

γυπνώνω

Διάλεκτος: Καραμανλίδικα / Ευρύτερη περιοχή: Καππαδοκία / Τόπος που μιλείται: Μιστί Καππαδοκίας

Μετάφραση

κοιμάμαι

Επεξήγηση

Αόρ. γύπνωσα, μέλλ. να γυπνώσω. Λέγεται και τσοιμάμαι.