Διάλεκτος: Καραμανλίδικα - Λέξη: κερπέτσ'

κερπέτσ'

Διάλεκτος: Καραμανλίδικα / Ευρύτερη περιοχή: Καππαδοκία / Τόπος που μιλείται: Μιστί Καππαδοκίας

Επεξήγηση

Μεγάλο κομμάτι κοπριάς πλασμένο σε κόσκινο σε στρόγγυλη μορφή και ξεραμένο στον ήλιο, για χρήση σαν καύσιμη ύλη. Πληθ. κερπέτσια.