Διάλεκτος: Καραμανλίδικα - Λέξη: καρβάλ'

καρβάλ'

Διάλεκτος: Καραμανλίδικα / Ευρύτερη περιοχή: Καππαδοκία / Τόπος που μιλείται: Μιστί Καππαδοκίας

Μετάφραση

στάμνα

Επεξήγηση

Είδος στάμνας από κόκκινο πηλό που κρατάει το νερό κρύο. Τις έφερναν από την Καλβαρή (Γκέλβερη), εξ' ού και το όνομα.

Εκφράσεις, Παροιμίες, Γνωμικά

Ντου καλβάρ' πιάνισκει ντού λερό κρύο

Το καλβάρι έκανε το νερό κρύο