Διάλεκτος: Γιαννιώτικα - Λέξη: αρχινμένο

αρχινμένο

Διάλεκτος: Γιαννιώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Ήπειρος / Τόπος που μιλείται: Ιωάννινα

Μετάφραση

κάτι που έχει ξεκινήσει, έχει αρχίσει

Επεξήγηση

φάε απ' αυτό το ψωμί, είναι αρχινμένο