Διάλεκτος: Ποντιακά - Λέξη: γυναικίζω

γυναικίζω

Διάλεκτος: Ποντιακά / Ευρύτερη περιοχή: Πόντος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

νυμφεύομαι

Επεξήγηση

μόνο για ,αντρες που παίρνουν γυναί κα