Λέξη | Μετάφραση | Επεξήγηση | Διάλεκτος |
---|---|---|---|
Γραπατσώνεις | Γραπώνεις | Τρικαλνά-χουριάτκα | |
Χαζοντάμαρο | Χαζός | χαζός, αφελής |
Βολιώτικα |
Παταούγκα | Κλειστό βολιώτικο πεϊνιρλί | Βολιώτικα | |
Δραπέτσι | Σκληρό κρέας | Σκληρό κρέας, που δεν μασιέται |
Βολιώτικα |
αστοώ | Ξεχνάω, λησμονώ | όταν κάτι δεν μπορώ να το θυμηθώ | Βυσσιώτικα (Μποσνοχωρίτικα) |
τράχωμα | προίκα | Καρατεπελίδικα | |
αλατζάς | βαμβακερό ύφασμα | Καρατεπελίδικα | |
αχμάκης | ανόοητος,βλάκας | τουρκική ahmak | Καρατεπελίδικα |
γιανγκιόζεψα | τυφλώθηκα | Καρατεπελίδικα | |
γαλέντζι | ξύλινο τσόκαρο | Καρατεπελίδικα |
Μετάφραση:
Επεξήγηση: ερά κομμάτια ψωμιού που μούσκευαν στην πινιάτα και όταν έπαιρνε βράση έρριχναν μέσα λίγο ντοματοπολτό,κρεμμύδι,πιπέρι,αλάτι και τ`άφηναν να γίνει
Διάλεκτος: Λευκαδίτικα